(πορεύεσθαι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανιδιτί — ἀνιδιτί επίρρ. (Α) χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιδίω «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
ἀνιδιτί — without sweat indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)